τιθύμαλλος — spurge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμάλλοις — τιθύμαλλος spurge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμάλλου — τιθύμαλλος spurge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμάλλους — τιθύμαλλος spurge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμάλλων — τιθύμαλλος spurge masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμάλλῳ — τιθύμαλλος spurge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθύμαλλοι — τιθύμαλλος spurge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθύμαλλον — τιθύμαλλος spurge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμαλλίς — και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού 2. είδος φυτού 3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» ο τιθύμαλλος* θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.) β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» ο τιθύμαλλος* ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… … Dictionary of Greek